- περιγλωττίς
- -ίδος, ἡ Α1. είδος λεπτού περικαλύμματος που τοποθετούσαν οι λαίμαργοι γύρω από την γλώσσα έτσι ώστε να επιτείνεται η αίσθηση τής γεύσης2. (κατά το λεξ. Σούδα) «σκεπαστήριον τῆς γλώσσης».[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + γλωττίς (< γλῶττα + επίθημα -ίς, -ίδος)].
Dictionary of Greek. 2013.