περιγλωττίς

περιγλωττίς
-ίδος, ἡ Α
1. είδος λεπτού περικαλύμματος που τοποθετούσαν οι λαίμαργοι γύρω από την γλώσσα έτσι ώστε να επιτείνεται η αίσθηση τής γεύσης
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «σκεπαστήριον τῆς γλώσσης».
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + γλωττίς (< γλῶττα + επίθημα -ίς, -ίδος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • περιγλωττίς — covering of the tongue fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιγλωττίδα — περιγλωττίς covering of the tongue fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεπαστήριος — ία, ον, ΜΑ 1. κατάλληλος για σκέπασμα, για προφύλαξη, για προστασία (α. «τὰ σκεπαστήρια ὅπλα», Διον. Αλ. β. «ταῑς... δοραῑς τῶν θηρίων σκεπαστηρίοις χρῆσθαι», Διόδ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ σκεπαστήριον α) επενδύτης, πανωφόρι β) ασπίδα για τα μάτια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”